- ασφάδαστος
- ἀσφάδαστος, -ον (Α) [σφαδάζω](κυρίως για ετοιμοθάνατους) αυτός που δεν έχει σπασμούς ή επιθανάτια αγωνία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσφάδαστος — without convulsion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαδάστως — ἀσφάδαστος without convulsion adverbial ἀσφάδαστος without convulsion masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαδάστῳ — ἀσφάδαστος without convulsion masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκάριστος — (I) η, ο (για γιδοπρόβατα) αυτός που δεν οδηγήθηκε στη βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκαρίζω «οδηγώ το κοπάδι σε βοσκή»]. (II) ἀσκάριστος, ον (Μ) ασφάδαστος*, χωρίς να σφαδάξει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκαρίζω «πηδώ, πάλλομαι, σκιρτώ»] … Dictionary of Greek